αντιθάλαμος

αντιθάλαμος
ο
προθάλαμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι-* + θάλαμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Θ. Παπάζογλου ως απόδοση του γαλλικού anti-chambre).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αντικάμαρα — η αντιθάλαμος, προθάλαμος …   Dictionary of Greek

  • θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… …   Dictionary of Greek

  • αντικάμαρα — η (λ. ιταλ.) 1. αντιθάλαμος. 2. φρ., «Κάνω αντικάμαρα σε κάποιον», αφήνω κάποιον να περιμένει πολλή ώρα στον αντιθάλαμο, δεν τον διευκολύνω, του κάνω αντίπραξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”